που ν' αρκεί προτού μ' αυτό να ξεδιψάσει ο θάνατός μου
αλλά ποιος νοιάζεται για αίμα όταν υπάρχει το νερό,
εκείνο της παλιάς πηγής που λέγεται και μνήμη.
Οι μνήμες μας είναι η αυταρχική δουλεία
που μας κρατά σκλάβους του παντός.
Αλλά μπροστά στο αιώνιο ο πόνος μας
καθώς και η σάρκα μας που χάνεται είν' τ' αναγκαία
τα θύματα πολέμου τ' αναπόφευκτα.
*
*
*
*
*
Υ.Γ.
Σαν ένα ευχαριστώ που πέρασα -επιτέλους, η ανεπίδεκτη- τις εξετάσεις του πιάνου και μπήκα στην "Κατωτέρα". Κάτι που χωρίς την καθοδήγησή της -εντάξει, και την φονική διδασκαλία βλέπε κυνήγι με δίκαννο (αν είχε δίκαννο)- χωρίς την οποία τα μόνα "κλειδιά" που θα ήξερα, θα 'ταν αυτά της πόρτας, και αν, γιατί κι αυτά τα χάνω συνέχεια :P
Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα; Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα. ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι-αγάλι...
’Ακου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα, μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ' ουρανού το χρώμα το θόλωσαν τα σύννεφα... Μια κρύα ανατριχίλα στα λουλουδάκια χύνεται... κι αργείς, αργείς ακόμα!
Θα 'ρθεις αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα, με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο και δε θα βγεις ούτ' ένα ρόδο, ούτ' ένα αθώο κρίνο να μου χαρίσεις... ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.